αζήλευτος

αζήλευτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι άξιος να προκαλέσει τη ζήλια: Τα πλούτη, όπως τα 'χε αποχτήσει, ήταν πλούτη αζήλευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αζήλευτος — η, ο [ζηλεύω] 1. αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, δεν τόν φθονούν 2. αυτός που δεν ζηλεύει, που δεν είναι ζηλιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”